- εξάστερο
- το (Μ ἑξάστερος, -ον)το ουδ. ως ουσ. το εξάστεροο αστερισμός των Πλειάδων, τής Πούλιαςμσν.ως επίθ. αυτός που αποτελείται από ή φέρει έξι αστέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + αστήρ, -έρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.